λόρδων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_22)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόρδων''': -ωνος, ὁ, ὁ [[δαίμων]] τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ [[κύβδα]]), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.
|lstext='''λόρδων''': -ωνος, ὁ, ὁ [[δαίμων]] τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ [[κύβδα]]), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[λόρδων]], -ωνος, ὁ (Α) [[λορδός]]<br /><b>ως κύριο όν.</b> (με αισχρή σημ.) <i>ὁ Λόρδων</i><br />ο [[θεός]] της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης [[προς]] τα [[εμπρός]] για [[συνουσία]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόρδων Medium diacritics: λόρδων Low diacritics: λόρδων Capitals: ΛΟΡΔΩΝ
Transliteration A: lórdōn Transliteration B: lordōn Transliteration C: lordon Beta Code: lo/rdwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.

Greek (Liddell-Scott)

λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.

Greek Monolingual

λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.