Μάγνης: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(SL_2) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Μάγνης]] <br /> <b>1</b> of [[Magnesia]] in [[Thessaly]]. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. [[Cheiron]], whose [[cave]] [[was]] on Mt. [[Pelion]] (P. 3.45) m. pl. pro subs., ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων [[ἐπιχώριος]] (P. 4.80) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, [[king]] of Iolkos. (N. 5.27) | |sltr=[[Μάγνης]] <br /> <b>1</b> of [[Magnesia]] in [[Thessaly]]. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. [[Cheiron]], whose [[cave]] [[was]] on Mt. [[Pelion]] (P. 3.45) m. pl. pro subs., ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων [[ἐπιχώριος]] (P. 4.80) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, [[king]] of Iolkos. (N. 5.27) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. Μάγνησσα (AM [[Μάγνης]], -ητος, θηλ. Μάγνησσα, Α και Μαγνῆτις)<br />ο [[κάτοικος]] της Μαγνησίας της Θεσσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μαγνησία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό) ο [[μαγνήτης]] («ἕλκεται ὑπὸ μάγνητος [[σίδηρος]]», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως προσηγορικό) α) [[είδος]] εύγευστου κρασιού της Μαγνησίας<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ονομασία]] μιας βολής, ριξιάς τών ζαριών<br /><b>2.</b> ο [[κάτοικος]] τών αρχαίων [[πόλεων]] με την [[ονομασία]] Μαγνησία, της Καρίας και της Λυδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μαγνησία</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ, Magnesian, i.e. a dweller in Magnesia in Thessaly, Il.2.756, S.El.705, etc.; or in Magnesia in Lydia, Hdt.3.90, etc.: —fem. Μάγνησσα Theoc.22.79:—hence Μαγνησίη, ἡ, Magnesia in Asia, Hdt.3.122, al.; in Thessaly, Id.7.176, al.:—Adj. Μαγνητικός, ή, όν, Magnesian, A.Pers.492: fem. Μαγνῆτις, ιδος
A, ἵπποι Pi.P.2.45, cf. S.Fr.1066. 2 Μάγνης (sc. οἶνος), ὁ, Hermipp.82. b a throw of the dice, Hsch. II Μαγνῆτις λίθος, ἡ, the magnet, E.Fr.567, cf. Pl.Ion533d, Eub.77, etc.: without λίθος, Sch.Pl.R.600a; also ἡ Μαγνησίη λίθος Hp.Int.21, cf. Ach.Tat.1.17; ἡ Μάγνησσα Orph. L.307; ὁ Μάγνης λίθος Porph.Abst.4.20; ὁ M. alone, Alex.Aphr. Pr.2.59; M. ὁ πνέων PMag.Par.1.2631; also ὁ Μαγνήτης λίθος Dsc. 5.130, Phlp.in Ph.403.23; ἡ Μαγνῆτις πέτρα Dsc.5.126. 2 Μαγνῆτις λίθος, also, a mineral resembling silver, prob. a kind of talc, Thphr.Lap.41. III μαγνησία, ἡ, name of several ores and metallic amalgams, Zos.Alch.p.188 B., Maria ap.eund.p.192 B.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
adj. m.
de Magnésie.
English (Slater)
Μάγνης
1 of Magnesia in Thessaly. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. Cheiron, whose cave was on Mt. Pelion (P. 3.45) m. pl. pro subs., ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος (P. 4.80) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, king of Iolkos. (N. 5.27)
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μάγνησσα (AM Μάγνης, -ητος, θηλ. Μάγνησσα, Α και Μαγνῆτις)
ο κάτοικος της Μαγνησίας της Θεσσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μαγνησία
μσν.-αρχ.
(ως προσηγορικό) ο μαγνήτης («ἕλκεται ὑπὸ μάγνητος σίδηρος», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. (ως προσηγορικό) α) είδος εύγευστου κρασιού της Μαγνησίας
β) (κατά τον Ησύχ.) ονομασία μιας βολής, ριξιάς τών ζαριών
2. ο κάτοικος τών αρχαίων πόλεων με την ονομασία Μαγνησία, της Καρίας και της Λυδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. Μαγνησία)].