μακροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à longue tête.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κεφαλή]].
|btext=ος, ον :<br />à longue tête.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κεφαλή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων.
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκέφᾰλος Medium diacritics: μακροκέφαλος Low diacritics: μακροκέφαλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: makroképhalos Transliteration B: makrokephalos Transliteration C: makrokefalos Beta Code: makroke/falos

English (LSJ)

ον,

   A long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.