μαλαγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(6_8)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰγματώδης''': -ες, ὡς μαλακόν τι [[κατάπλασμα]], [[ἐπίθημα]], Γαλην. 2. 105.
|lstext='''μᾰλᾰγματώδης''': -ες, ὡς μαλακόν τι [[κατάπλασμα]], [[ἐπίθημα]], Γαλην. 2. 105.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλαγμᾰτώδης Medium diacritics: μαλαγματώδης Low diacritics: μαλαγματώδης Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: malagmatṓdēs Transliteration B: malagmatōdēs Transliteration C: malagmatodis Beta Code: malagmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.

Greek Monolingual

μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.