μαλαγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_8) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰγματώδης''': -ες, ὡς μαλακόν τι [[κατάπλασμα]], [[ἐπίθημα]], Γαλην. 2. 105. | |lstext='''μᾰλᾰγματώδης''': -ες, ὡς μαλακόν τι [[κατάπλασμα]], [[ἐπίθημα]], Γαλην. 2. 105. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλαγματώδης]], -ῶδες (Α) [[μάλαγμα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μάλαγμα]], με [[κατάπλασμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.
Greek Monolingual
μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.