μεγαλόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαλόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, [[μέλη]] τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., [[ἀκρίς]]... [[μεγαλόκωλος]] Διοσκ. 2, 57.
|lstext='''μεγαλόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, [[μέλη]] τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., [[ἀκρίς]]... [[μεγαλόκωλος]] Διοσκ. 2, 57.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκωλος]], -ον (Α)<br />(για [[ακρίδα]]) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>κωλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκωλος Medium diacritics: μεγαλόκωλος Low diacritics: μεγαλόκωλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: megalókōlos Transliteration B: megalokōlos Transliteration C: megalokolos Beta Code: megalo/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A large-limbed, of a locust, Dsc.2.52.

German (Pape)

[Seite 106] mit großen Gliedern, auch von einem Satze.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, μέλη τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., ἀκρίς... μεγαλόκωλος Διοσκ. 2, 57.

Greek Monolingual

μεγαλόκωλος, -ον (Α)
(για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό-κωλος].