μελανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοποιός]], -όν (Α) [[μέλας]], -<i>ανος</i>]<br />[[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>μελαινάων</i>) αυτός που καθιστά [[κάτι]] μαύρο, που μαυρίζει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοποιός Medium diacritics: μελανοποιός Low diacritics: μελανοποιός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melanopoiós Transliteration B: melanopoios Transliteration C: melanopoios Beta Code: melanopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A blackening, Hsch. s.v. μελαινάων.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz machend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοποιός: -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.

Greek Monolingual

μελανοποιός, -όν (Α) μέλας, -ανος]
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μελαινάων) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι.