μελάγχλωρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάγχλωρος''': -ον, [[μελανόχλωρος]], ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μελανίζον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1, κτλ. | |lstext='''μελάγχλωρος''': -ον, [[μελανόχλωρος]], ὁ ἔχων [[χρῶμα]] μελανίζον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάγχλωρος]] και [[μελανόχλωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανωπό [[χρώμα]], [[μαυροπράσινος]] ή [[πρασινοκίτρινος]] («[[μελάγχλωρος]] [[χολή]]», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χλωρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>χλωρος</i>, <i>μελί</i>-<i>χλωρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dark olive-coloured, sallow, v.l. in Hp.Epid.6.2.19, prob. in Arist. Phgn.812a19, cf. Gal.13.460, Vett.Val.111.9, Aret.SD2.1; χροιή ib. 1.5; χολή ib.15.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzgelb od. schwarzbraun, s. v. l. für μελίχλωρος, Plat. Rep. V, 474 e.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχλωρος: -ον, μελανόχλωρος, ὁ ἔχων χρῶμα μελανίζον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1, κτλ.
Greek Monolingual
μελάγχλωρος και μελανόχλωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό-χλωρος, μελί-χλωρος)].