μελαμβόρειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(6_9)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμβόρειος''': ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον [[πνεῦμα]], βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «[[μαῦρος]]» [[βόρειος]] [[ἄνεμος]] ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ ([[ἔνθα]] καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.
|lstext='''μελαμβόρειος''': ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον [[πνεῦμα]], βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «[[μαῦρος]]» [[βόρειος]] [[ἄνεμος]] ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ ([[ἔνθα]] καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαμβόρειος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «πνεῡμα [[μελαμβόρειον]]» — ο [[βόρειος]] [[άνεμος]] που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βόρειος]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβόρειος Medium diacritics: μελαμβόρειος Low diacritics: μελαμβόρειος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: melambóreios Transliteration B: melamboreios Transliteration C: melamvoreios Beta Code: melambo/reios

English (LSJ)

ον, (βορέας)

   A of the black north: πνεῦμα μ. the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῡμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.