μελοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(6_15)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελοκόπος''': -ον, ([[μέλος]] Α, [[κόπτω]]) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.
|lstext='''μελοκόπος''': -ον, ([[μέλος]] Α, [[κόπτω]]) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελοκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακρωτηριάζει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοκόπος Medium diacritics: μελοκόπος Low diacritics: μελοκόπος Capitals: ΜΕΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: melokópos Transliteration B: melokopos Transliteration C: melokopos Beta Code: meloko/pos

English (LSJ)

ον, (μέλος A, κόπτω) = Lat.

   A articulator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 127] Glieder zerhauend.

Greek (Liddell-Scott)

μελοκόπος: -ον, (μέλος Α, κόπτω) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μελοκόπος, -ον (Α)
αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο-κόπος.