μελλέφηβος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(6_18) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλέφηβος''': -ον, ὁ μέλλων εἰσελθεῖν εἰς τοὺς ἐφήβους, Censorin. de Die Natali 5, Εὐστ. 1768. 56. | |lstext='''μελλέφηβος''': -ον, ὁ μέλλων εἰσελθεῖν εἰς τοὺς ἐφήβους, Censorin. de Die Natali 5, Εὐστ. 1768. 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελλέφηβος]], -ον (Α)<br />αυτός που πρόκειται να εισέλθει στους εφήβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔφηβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A near puberty, Censorin.Nat.14.8, Hsch. s.v. μελλίρην, Eust.763.21.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, nach Eust. 1768, 56 von einem fünfzehnjährigen Knaben.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέφηβος: -ον, ὁ μέλλων εἰσελθεῖν εἰς τοὺς ἐφήβους, Censorin. de Die Natali 5, Εὐστ. 1768. 56.
Greek Monolingual
μελλέφηβος, -ον (Α)
αυτός που πρόκειται να εισέλθει στους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἔφηβος.