μεσαιπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Autenrieth)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μέσος]], [[πολιός]]): halfgray, [[grizzled]], Il. 13.361†.
|auten=([[μέσος]], [[πολιός]]): halfgray, [[grizzled]], Il. 13.361†.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσαιπόλιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσοπόλιος]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαιπόλιος Medium diacritics: μεσαιπόλιος Low diacritics: μεσαιπόλιος Capitals: ΜΕΣΑΙΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: mesaipólios Transliteration B: mesaipolios Transliteration C: mesaipolios Beta Code: mesaipo/lios

English (LSJ)

ον,

   A half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.

English (Autenrieth)

(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.

Greek Monolingual

μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.