μεσοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσοτρῐβής''': -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.
|lstext='''μεσοτρῐβής''': -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσοτριβής]], -ές (Α)<br />(για χιτώνα) αυτός που [[είναι]] [[τριμμένος]] [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοτρῐβής Medium diacritics: μεσοτριβής Low diacritics: μεσοτριβής Capitals: ΜΕΣΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: mesotribḗs Transliteration B: mesotribēs Transliteration C: mesotrivis Beta Code: mesotribh/s

English (LSJ)

ές,

   A half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.

German (Pape)

[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.

Greek Monolingual

μεσοτριβής, -ές (Α)
(για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής, ωμο-τριβής].