μιμάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_4)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑμάς''': -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.
|lstext='''μῑμάς''': -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιμάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] [[ηθοποιός]] που έπαιζε μίμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μελαιν</i>-<i>άς</i>, <i>χαλκ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμάς Medium diacritics: μιμάς Low diacritics: μιμάς Capitals: ΜΙΜΑΣ
Transliteration A: mimás Transliteration B: mimas Transliteration C: mimas Beta Code: mima/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A actress of μῖμοι, Ael.Fr.123, IG14.2342 (Aquileia), AP9.139tit.

German (Pape)

[Seite 186] άδος, ἡ, eine Art mimische Künstlerinn, Ael. bei Suid. v. κρίσεως.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμάς: -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.

Greek Monolingual

μιμάς, -άδος, ἡ (Α)
γυναίκα ηθοποιός που έπαιζε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -άς (πρβλ. μελαιν-άς, χαλκ-άς)].