Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μορφοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.
|lstext='''μορφοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοσκόπος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ασκεί [[μαντεία]] παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοσκόπος Medium diacritics: μορφοσκόπος Low diacritics: μορφοσκόπος Capitals: ΜΟΡΦΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: morphoskópos Transliteration B: morphoskopos Transliteration C: morfoskopos Beta Code: morfosko/pos

English (LSJ)

ον,

   A observing forms or figures, Artem.2.69.

German (Pape)

[Seite 209] die Gestalt beschauend, bes. daraus wahrsagend, Artemid. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.

Greek Monolingual

μορφοσκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].