μοσχοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοσχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός. | |lstext='''μοσχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as Subst., PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 210] Kälber aufziehend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.
Greek Monolingual
μοσχοτρόφος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, μηλο-τρόφος].