μηδόλως: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(6_6)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηδόλως''': Ἐπίρρ., ἀντὶ μηδ’ [[ὅλως]], Γαλην. 1. 1, κτλ.
|lstext='''μηδόλως''': Ἐπίρρ., ἀντὶ μηδ’ [[ὅλως]], Γαλην. 1. 1, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηδόλως]])<br /><b>επίρρ.</b> κατ' ουδένα τρόπο, [[καθόλου]], [[καθόλου]] δεν...<br /><b>μσν.</b><br />(έναρθρ. σε [[χρήση]] επιθ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τὸ [[μηδόλως]]<br />[[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. [[ὅλως]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδόλως Medium diacritics: μηδόλως Low diacritics: μηδόλως Capitals: ΜΗΔΟΛΩΣ
Transliteration A: mēdólōs Transliteration B: mēdolōs Transliteration C: midolos Beta Code: mhdo/lws

English (LSJ)

Adv., for μηδ' ὅλως,

   A not at all, Cerc.17.21, Gal.Protr.1, etc.

German (Pape)

[Seite 171] d. i. μηδ' ὅλως, ganz und gar nicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηδόλως: Ἐπίρρ., ἀντὶ μηδ’ ὅλως, Γαλην. 1. 1, κτλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μηδόλως)
επίρρ. κατ' ουδένα τρόπο, καθόλου, καθόλου δεν...
μσν.
(έναρθρ. σε χρήση επιθ.) , , τὸ μηδόλως
μηδαμινός, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ὅλως.