μινυρός: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]].
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μινυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μικρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρός Medium diacritics: μινυρός Low diacritics: μινυρός Capitals: ΜΙΝΥΡΟΣ
Transliteration A: minyrós Transliteration B: minyros Transliteration C: minyros Beta Code: minuro/s

English (LSJ)

[ῠ], ά, όν,

   A complaining in a low tone, whining, whimpering, μ. ὑπερσοφιστής Phryn.Com.69; of young birds, twittering, chirping, Theoc.13.12; μινυρὰ θρέεσθαι, = μινυρίζειν, A.Ag.1165 (lyr.).    II = μικρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] (vgl. κινυρός), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς ὑπερσοφιστής, neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρός: -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. κινυρός. (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.
Étymologie: μινύθω.

Greek Monolingual

μινυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή
2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει
3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.