μονοσήμαντος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6_17) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοσήμαντος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61. | |lstext='''μονοσήμαντος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοσήμαντος]], -ον)<br />(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο [[σημασία]], μονόσημη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[παράσταση]] μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο [[σύμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>σήμαντος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)
(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη
νεοελλ.
(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].