μύρτινος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_11) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. [[μύρσινος]]. | |lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. [[μύρσινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μύρτινος]], -η, -ον) [[μύρτος]]<br />αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρτιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of myrtle, στέφανος Eub.99; [μύρον] Thphr.Od. 28.
German (Pape)
[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. μύρσινος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.