νυκτίπλανος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτίπλαγκτος]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτίπλαγκτος]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτίπλανος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανάται τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλᾰνος Medium diacritics: νυκτίπλανος Low diacritics: νυκτίπλανος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: nyktíplanos Transliteration B: nyktiplanos Transliteration C: nyktiplanos Beta Code: nukti/planos

English (LSJ)

ον,

   A roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλᾰνος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτίπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) -πλάνος (< πλανῶμαι)].