ξιφοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_7) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῐφοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1. | |lstext='''ξῐφοειδής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ξιφοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[ξίφος]], που έχει το [[σχήμα]] ξίφους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ξιφοειδής]] [[απόφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[οξεία]], εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, [[κατάληξη]] του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο [[τμήμα]] του, αλλ. [[ξιφίστερνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xiphoid</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A sword-shaped, Thphr.HP7.13.1, Str.3.5. 10 ; ὀστοῦν Gal.2.496 ; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.
German (Pape)
[Seite 280] ές, schwertförmig, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ξιφοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους
νεοελλ.
φρ. «ξιφοειδής απόφυση»
ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphoid].