νώμησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νώμησις''': ἡ, ([[νωμάω]]) [[παρατήρησις]], [[σκέψις]] καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε [[νωμάω]] ἐν τέλ. ΙΙ. [[κίνησις]], ἴδε [[νωμάω]] ΙΙ. 2. | |lstext='''νώμησις''': ἡ, ([[νωμάω]]) [[παρατήρησις]], [[σκέψις]] καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε [[νωμάω]] ἐν τέλ. ΙΙ. [[κίνησις]], ἴδε [[νωμάω]] ΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νώμησις]], ἡ (Α) [[νωμώ]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[κίνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A observation, σκέψιν καὶ ν. Pl.Cra.411d. II motion, Suid.
German (Pape)
[Seite 273] ἡ, 1) Bewegung, Suid. erkl. κίνησις. – 2) die Beobachtung, das Wahrnehmen, δηλοῖ γονῆς σκέψιν καὶ νώμησιν, Plat. Crat. 411 d.
Greek (Liddell-Scott)
νώμησις: ἡ, (νωμάω) παρατήρησις, σκέψις καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε νωμάω ἐν τέλ. ΙΙ. κίνησις, ἴδε νωμάω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
νώμησις, ἡ (Α) νωμώ
1. παρατήρηση
2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση.