μυριάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> peut porter une cargaison de 10 000 amphores.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἀμφορεύς]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> peut porter une cargaison de 10 000 amphores.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἀμφορεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>μτφ.</b> αυτός που χωρά μυρίους, [[δέκα]] χιλιάδες αμφορείς ή που [[είναι]] [[ισοδύναμος]] με [[δέκα]] χιλιάδες αμφορείς (α. «[[πόθεν]] ἂν λάβοιμι [[ῥῆμα]] μυριάμφορον», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μυριάμφορον<br />μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμφορεύς]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>άμφορος</i>, <i>τετρ</i>-<i>άμφορος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάμφορος Medium diacritics: μυριάμφορος Low diacritics: μυριάμφορος Capitals: ΜΥΡΙΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myriámphoros Transliteration B: myriamphoros Transliteration C: myriamforos Beta Code: muria/mforos

English (LSJ)

ον,

   A holding 10,000 measures (ἀμφορεῖς): Com. metaph., ῥῆμα μ. Ar.Pax521.

German (Pape)

[Seite 218] lehntausend Maaß oder amphoras haltend, ρῆμα, Ar. Pax 513, gleichsam Tausendweinfaßwort, mit Beziehung auf die weinspendende Ὀπώρα.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάμφορος: -ον, ὁ χωρῶν 10,000 μέτρα (ἀμφορεῖς)· Κωμ. μεταφορ., ῥῆμα μ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 521· πρβλ. μυριοφόρος, τριχοίνικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou peut porter une cargaison de 10 000 amphores.
Étymologie: μυρίοι, ἀμφορεύς.

Greek Monolingual

μυριάμφορος, -ον (Α)
μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ.
β. «μυριάμφορον
μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ἀμφορεύς (πρβλ. δεκ-άμφορος, τετρ-άμφορος].