ὀλιγανθρωπία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ὀλιγανδρία]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάνθρωπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ὀλιγανδρία]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάνθρωπος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανθρωπία]]) [[ολιγάνθρωπος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ [[ἀχρηματία]]», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανθρωπία Medium diacritics: ὀλιγανθρωπία Low diacritics: ολιγανθρωπία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΙΑ
Transliteration A: oliganthrōpía Transliteration B: oliganthrōpia Transliteration C: oliganthropia Beta Code: o)liganqrwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀλιγανδρία, Th.1.11, X.Mem.2.7.2, etc. : pl., Pl.Lg.780b.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, = ὀλιγανδρία; Thuc. 3, 93; Plat. Legg. VI, 780 b im plur.; Xen. Mem. 2, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανθρωπία: ἡ, ὀλιγότης ἀνθρώπων, Θουκ. 1. 11, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, κτλ.· πληθ., Πλάτ. Νόμ. 780Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ὀλιγανδρία.
Étymologie: ὀλιγάνθρωπος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανθρωπία) ολιγάνθρωπος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.).