νάβλα: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάβλα''': ἡ, μουσικόν τι [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) [[δώδεκα]] χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 ([[ἔνθα]] τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως [[εἶναι]]: [[ναῦλα]], ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο [[ὄργανον]] Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς [[μετὰ]] τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[βάρβιτος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νάβλα]]· [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ [[ψαλτήριον]]. ἢ [[κιθάρα]]», καὶ «νάβλας· [[κιθαριστής]], [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ [[ὄργανον]]». | |lstext='''νάβλα''': ἡ, μουσικόν τι [[ὄργανον]] ἔχον [[δέκα]] ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) [[δώδεκα]] χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 ([[ἔνθα]] τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως [[εἶναι]]: [[ναῦλα]], ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο [[ὄργανον]] Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς [[μετὰ]] τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[βάρβιτος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νάβλα]]· [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ [[ψαλτήριον]]. ἢ [[κιθάρα]]», καὶ «νάβλας· [[κιθαριστής]], [[εἶδος]] ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ [[ὄργανον]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[νάβλα]] και ναῡλα, ἡ, και [[νάβλας]], ὁ)<br />[[είδος]] ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με [[δέκα]] ή [[δώδεκα]] χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο [[ὄργανον]] τοῡ καλουμένου [[νάβλα]], ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων [[εἶναι]] καὶ τοῡτον [[εὕρημα]]», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νάβλας]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a musical instrument of ten or (acc. to J.AJ7.12.3) of twelve strings, cj. in S.Fr.849, cf. LXX 1 Ki.10.5, al.:—also νάβλας, α, ὁ, Sopat.16, Philem.44, Str.10.3.17; cf. ναῦλον 1. (Semitic word, cf. Hebr. nēbel; Phoenician, acc. to Ath.4.175b.). II dub. sens. in acc. τὸν νάβλα, OGI175.9 (Egypt, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 227] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch ναῦλα.
Greek (Liddell-Scott)
νάβλα: ἡ, μουσικόν τι ὄργανον ἔχον δέκα ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) δώδεκα χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 (ἔνθα τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως εἶναι: ναῦλα, ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο ὄργανον Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, ὅπερ συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς μετὰ τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. ὡσαύτως βάρβιτος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ ψαλτήριον. ἢ κιθάρα», καὶ «νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ ὄργανον».
Greek Monolingual
η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ)
είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο ὄργανον τοῡ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῡτον εὕρημα», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάβλας].