ναυτία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer ; nausée, envie de vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ναυτία]] και ιων. τ. ναυσίη)<br /><b>1.</b> [[ζάλη]] η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αηδία]], [[αποστροφή]] («η [[φλυαρία]] του μού προκάλεσε [[ναυτία]]».)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] δυσφορίας στη στομαχική [[χώρα]] που συνδυάζεται με [[αίσθημα]] αηδίας για [[λήψη]] τροφής και επικείμενου εμέτου, που [[συχνά]] ακολουθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύτης]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>, [[χωρίς]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- που βρίσκουμε στο [[ναυσία]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτία Medium diacritics: ναυτία Low diacritics: ναυτία Capitals: ΝΑΥΤΙΑ
Transliteration A: nautía Transliteration B: nautia Transliteration C: naftia Beta Code: nauti/a

English (LSJ)

Ion. ναυσίη Semon.7.54, ἡ:—

   A seasickness, or generally, nausea, Arist. PA664b13 (pl.), Aret.SA1.5,2.2, Alciphr.2.4, Jul.Or.6.190d: pl., Porph.Gaur.8.1.    2 generally, disgust, Semon.l.c.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, u. ναυτιάω, att, = ναυσία, ναυσιάω, auch ναυττιάω geschrieben, Phot. lex., vgl. Lob. zu Phryn. p. 194.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτία: ἡ (ναῦς) «ἀναγοῦλα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 8, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5., 2. 2. 2) καθόλου, τὸ βδελύττεσθαι, αἰσθάνεσθαι ἐνδόμυχον ἀποστροφήν, Λατ. mausea, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer ; nausée, envie de vomir.
Étymologie: ναύτης.

Greek Monolingual

η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη)
1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου
2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής και επικείμενου εμέτου, που συχνά ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -ία, χωρίς συριστικοποίηση του -τ- που βρίσκουμε στο ναυσία)].