νεκυαγωγός: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_3) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκυαγωγός''': [[ψυχοπομπός]], Ἐπιγρ. Καρχ. ἐν Mus. Rhen. 1900, σ. 248 (πρβλ. 249). | |lstext='''νεκυαγωγός''': [[ψυχοπομπός]], Ἐπιγρ. Καρχ. ἐν Mus. Rhen. 1900, σ. 248 (πρβλ. 249). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκυαγωγός]], -όν (Α)<br />(για τον Ερμή) [[ψυχοπομπός]], [[νεκραγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ιερ</i>-[[αγωγός]], <i>νεκρ</i>-[[αγωγός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A = νεκραγωγός, of Hermes, Tab.Defix.Aud. 242.10 (Carthage, iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυαγωγός: ψυχοπομπός, Ἐπιγρ. Καρχ. ἐν Mus. Rhen. 1900, σ. 248 (πρβλ. 249).
Greek Monolingual
νεκυαγωγός, -όν (Α)
(για τον Ερμή) ψυχοπομπός, νεκραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ-αγωγός, νεκρ-αγωγός].