νεφελοκοκκυγία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(8)
 
(27)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nefelokokkugi/a
|Beta Code=nefelokokkugi/a
|Definition=ἡ, (κόκκυξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Cloudcuckoo-town</b>, built by the birds in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>819</span>, al., a satire on Athens.</span>
|Definition=ἡ, (κόκκυξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Cloudcuckoo-town</b>, built by the birds in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>819</span>, al., a satire on Athens.</span>
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[νεφελοκοκκυγία]])<br />φανταστική [[πόλη]] που [[κατά]] τον Αριστοφάνη κτίσθηκε από πουλιά [[πάνω]] στα σύννεφα και με την οποία ο [[μεγάλος]] [[κωμικός]] θέλησε να παρουσιάσει σκωπτικά την [[πόλη]] τών Αθηνών και να χλευάσει την [[ανοησία]] τών πολιτών της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> απραγματοποίητη [[φαντασιοπληξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> [[κόκκυξ]] «[[είδος]] πτηνού»].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοκοκκῡγία Medium diacritics: νεφελοκοκκυγία Low diacritics: νεφελοκοκκυγία Capitals: ΝΕΦΕΛΟΚΟΚΚΥΓΙΑ
Transliteration A: nephelokokkygía Transliteration B: nephelokokkygia Transliteration C: nefelokokkygia Beta Code: nefelokokkugi/a

English (LSJ)

ἡ, (κόκκυξ)

   A Cloudcuckoo-town, built by the birds in Ar.Av.819, al., a satire on Athens.

Greek Monolingual

η (Α νεφελοκοκκυγία)
φανταστική πόλη που κατά τον Αριστοφάνη κτίσθηκε από πουλιά πάνω στα σύννεφα και με την οποία ο μεγάλος κωμικός θέλησε να παρουσιάσει σκωπτικά την πόλη τών Αθηνών και να χλευάσει την ανοησία τών πολιτών της
νεοελλ.
μτφ. απραγματοποίητη φαντασιοπληξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κόκκυξ «είδος πτηνού»].