νηκερδής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(Autenrieth) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές ([[κέρδος]]): [[profitless]], [[useless]]. | |auten=ές ([[κέρδος]]): [[profitless]], [[useless]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κερδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κερδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.
Greek (Liddell-Scott)
νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.
English (Autenrieth)
ές (κέρδος): profitless, useless.
Greek Monolingual
νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. α-κερδής, δυσ-κερδής].