νιτρία: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_9) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νιτρία''': ἡ, [[ὄρυγμα]] ἐξ οὗ ἐξορύττεται [[νίτρον]], Στράβ. 803: [[ἐντεῦθεν]] τὸ παρὰ τὴν Μώμεμφιν διαμέρισμα ἐκαλεῖτο νομὸς Νιτριώτης, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''νιτρία''': ἡ, [[ὄρυγμα]] ἐξ οὗ ἐξορύττεται [[νίτρον]], Στράβ. 803: [[ἐντεῦθεν]] τὸ παρὰ τὴν Μώμεμφιν διαμέρισμα ἐκαλεῖτο νομὸς Νιτριώτης, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νιτρία]], ἡ (Α)<br />[[τόπος]] όπου εξορύσσεται [[νίτρο]], [[ορυχείο]] νίτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίτρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> -[[μυρτία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A soda-pit, PPetr.3p.60 (iii B.C.), Str.17.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
νιτρία: ἡ, ὄρυγμα ἐξ οὗ ἐξορύττεται νίτρον, Στράβ. 803: ἐντεῦθεν τὸ παρὰ τὴν Μώμεμφιν διαμέρισμα ἐκαλεῖτο νομὸς Νιτριώτης, αὐτόθι.
Greek Monolingual
νιτρία, ἡ (Α)
τόπος όπου εξορύσσεται νίτρο, ορυχείο νίτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + κατάλ. -ία (πρβλ. -μυρτία)].