νομοΐστωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομοΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, νομομαθής, [[νομοδιδάσκαλος]], Ἡσύχ. | |lstext='''νομοΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, νομομαθής, [[νομοδιδάσκαλος]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νομοΐστωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[γνώστης]] τών νόμων, [[νομομαθής]], [[νομοδιδάσκαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἵστωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-<i>ΐστωρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A learned in the laws, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νομοΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νομοΐστωρ, -ορος, ὁ (Α)
γνώστης τών νόμων, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ἵστωρ (πρβλ. φιλο-ΐστωρ)].