νομοΐστωρ
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, learned in the laws, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νομοΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νομοΐστωρ, -ορος, ὁ (Α)
γνώστης τών νόμων, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ἵστωρ (πρβλ. φιλοΐστωρ)].
German (Pape)
ορος, gesetzkundig, Vetera Lexica.