νότινος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(8)
 
(27)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=no/tinos
|Beta Code=no/tinos
|Definition=η, ον, = sq. II, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>157.5</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>729.9</span> (ii A.D.), etc. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = sq. I, κατάστασις <span class="bibl">Aët.8.31</span>.</span>
|Definition=η, ον, = sq. II, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>157.5</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>729.9</span> (ii A.D.), etc. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = sq. I, κατάστασις <span class="bibl">Aët.8.31</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νότινος]], -ίνη, -ον) [[νότος]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στραμμένος ή βρίσκεται [[προς]] τον νότο, [[νότιος]], [[μεσημβρινός]] («νοτινό [[δωμάτιο]]»)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοτινά</i><br />νότια.
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νότινος Medium diacritics: νότινος Low diacritics: νότινος Capitals: ΝΟΤΙΝΟΣ
Transliteration A: nótinos Transliteration B: notinos Transliteration C: notinos Beta Code: no/tinos

English (LSJ)

η, ον, = sq. II, PRyl.157.5 (ii A.D.), POxy.729.9 (ii A.D.), etc.    II = sq. I, κατάστασις Aët.8.31.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νότινος, -ίνη, -ον) νότος
1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται προς τον νότο, νότιος, μεσημβρινός («νοτινό δωμάτιο»)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο.
επίρρ...
νοτινά
νότια.