πέσκος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_21) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]). | |lstext='''πέσκος''': τό, = [[πέκος]], δέρμα, [[δορά]], [[φλοιός]], Νικ. Θηρ. 549. - ([[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ [[σκέπω]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. [[σκέπω]]. Κατ' [[άλλη]], νεώτερη [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πέκος]] «[[δέρμα]], [[περίβλημα]]» με [[επίδραση]] του τ. [[μέσκος]], ενώ κατ' άλλους από τη λ. [[πέλμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = πέκος, skin, rind, Nic.Th.549 ; hide, Hsch., Phot. (Acc. to A.D.Synt.8.21 by transpos. from σκέπω.)
German (Pape)
[Seite 603] τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.
Greek (Liddell-Scott)
πέσκος: τό, = πέκος, δέρμα, δορά, φλοιός, Νικ. Θηρ. 549. - (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ σκέπω).
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. φλοιός
2. δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ' άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση του τ. μέσκος, ενώ κατ' άλλους από τη λ. πέλμα.