παλαιουργός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_14)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ τὰ παλαιὰ ἐπιρράπτων ὑποδήματα, ἐμβαλωτής, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 82.
|lstext='''πᾰλαιουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ τὰ παλαιὰ ἐπιρράπτων ὑποδήματα, ἐμβαλωτής, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 82.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλαιουργός]], ὁ (Α)<br />[[επιδιορθωτής]] παλιών [[υποδημάτων]], [[μπαλωματής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιουργός Medium diacritics: παλαιουργός Low diacritics: παλαιουργός Capitals: ΠΑΛΑΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: palaiourgós Transliteration B: palaiourgos Transliteration C: palaiourgos Beta Code: palaiourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cobbler, Poll.7.82.

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, Altflicker, Poll. 7, 82.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ τὰ παλαιὰ ἐπιρράπτων ὑποδήματα, ἐμβαλωτής, Πολυδ. Ζ΄, 82.

Greek Monolingual

παλαιουργός, ὁ (Α)
επιδιορθωτής παλιών υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ουργός (< ἔργον)].