πολύκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολύκλαυτος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολύκλαυτος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πολύκλαυτος]], -η, -ο / [[πολύκλαυστος]] και [[πολύκλαυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, [[πολυθρήνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — [[πολλά]], άφθονα δάκρυα<br />β) «[[πολύκλαυστος]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] που έχει προκαλέσει [[πολλά]] δάκρυα<br />γ) «[[πολύκλαυστος]] [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] / [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάγ</i>-<i>κλαυστος</i> / <i>πάγ</i>-<i>κλαυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλαυστος Medium diacritics: πολύκλαυστος Low diacritics: πολύκλαυστος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: polýklaustos Transliteration B: polyklaustos Transliteration C: polyklafstos Beta Code: polu/klaustos

English (LSJ)

or πολῠ-κλαυτος, ον, also η, ον cj. in A.Ag.1526 (anap.):—

   A much lamented, Hom.Epigr.3.5, A.l.c., E.Ion869 (anap.), etc.; π. φίλοισι A.Pers.674 (lyr.).    II Act., much-lamenting, γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος IG14.607; π. ποταμός swollen with tears, Arat.360; causing much lamentation, πόλεμος Q.S.10.141.

German (Pape)

[Seite 664] = πολύκλαυτος; Mosch. 3, 74; Nic. Al. 625; Mus. 236.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλαυστος: ἢ -κλαυτος, ον, ὡσαύτως η, ον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 822· ― ὁ πολὺ θρηνηθείς, θρηνούμενος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3. 5, Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, Ἀγ. 1526, Εὐρ. Ἴων 869, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πολὺ θρηνῶν, κλαίων, γυναῖκες Ἐμπεδ. 318, πρβλ. Μόσχ. 3. 74· π. ὑάκινθος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 547. 5· π. ποταμός, ἐξογκωθεὶς ἐκ τῶν δακρύων, Ἄρατ. 360. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἄκλαυστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολύκλαυτος.

Greek Monolingual

και πολύκλαυτος, -η, -ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος
αρχ.
1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.)
2. φρ. α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — πολλά, άφθονα δάκρυα
β) «πολύκλαυστος πόλεμος» — πόλεμος που έχει προκαλέσει πολλά δάκρυα
γ) «πολύκλαυστος ποταμός» — ποταμός που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλαυστός / κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυστος / πάγ-κλαυτος].