πολύθηρος: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθηρος Medium diacritics: πολύθηρος Low diacritics: πολύθηρος Capitals: ΠΟΛΥΘΗΡΟΣ
Transliteration A: polýthēros Transliteration B: polythēros Transliteration C: polythiros Beta Code: polu/qhros

English (LSJ)

ον,

   A with much game, full of wild beasts, νάπος E.Ph. 801 (lyr., Sup.).    II mighty huntress, epith. of Δίκτυννα, Id.Hipp. 145 (lyr.).    III taking many fish, Hld.5.18.

German (Pape)

[Seite 663] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθηρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «κυνήγιον», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en bêtes fauves.
Étymologie: πολύς, θήρ et θήρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα
2. (συν. ως προσωνυμία της Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. παν-θηρος].