ὀρθολογία: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθολογία''': ἡ, [[ὀρθότης]] λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β. | |lstext='''ὀρθολογία''': ἡ, [[ὀρθότης]] λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀρθολογία]])<br />το να εκφράζεται [[κάποιος]] σωστά, [[ορθοέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A correctness of language, Pl.Sph.239b.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, das richtige Reden, Plat. Soph. 239 b, περί τι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθολογία: ἡ, ὀρθότης λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β.
Greek Monolingual
η (Α ὀρθολογία)
το να εκφράζεται κάποιος σωστά, ορθοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λογία].