ξυλαλόη: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(6_9) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλᾰλόη''': ἡ, = [[ἀγάλλοχον]], Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277˙ ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''ξῠλᾰλόη''': ἡ, = [[ἀγάλλοχον]], Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277˙ ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ξυλαλόη]])<br />[[είδος]] ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀλόη]] «[[είδος]] φυτού»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀγάλοχον, Aët.1.131 ; scanned by Heraclit. Gramm. in An.Ox.3.277.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, erst bei Sp., = ἀγάλλοχον.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλᾰλόη: ἡ, = ἀγάλλοχον, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277˙ ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ξυλαλόη)
είδος ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἀλόη «είδος φυτού»].