ξυλώροφον: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(9)
 
(27)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=culw/rofon
|Beta Code=culw/rofon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wooden roof</b>, ib.12(3).1102 (Melos).</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wooden roof</b>, ib.12(3).1102 (Melos).</span>
}}
{{grml
|mltxt=ξυλόροφον, τὸ (Α)<br />ξύλινη [[οροφή]], ξύλινη [[στέγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄροφος]]. Το -<i>ω</i>- του τ. ([[αντί]] <i>ξυλόροφον</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώροφον Medium diacritics: ξυλώροφον Low diacritics: ξυλώροφον Capitals: ΞΥΛΩΡΟΦΟΝ
Transliteration A: xylṓrophon Transliteration B: xylōrophon Transliteration C: ksylorofon Beta Code: culw/rofon

English (LSJ)

τό,

   A wooden roof, ib.12(3).1102 (Melos).

Greek Monolingual

ξυλόροφον, τὸ (Α)
ξύλινη οροφή, ξύλινη στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ὄροφος. Το -ω- του τ. (αντί ξυλόροφον) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].