ξυρησμός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠρησμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180. | |lstext='''ξῠρησμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυρησμός]], ὁ (Α)<br />[[ξύρησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ξυρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμος</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ισμός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), <b>πρβλ.</b> [[ναυαγησμός]], [[νουθετησμός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Hdn.Epim. 180.
German (Pape)
[Seite 282] ὁ, = Vorigem, Hdn. Epimer. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρησμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180.
Greek Monolingual
ξυρησμός, ὁ (Α)
ξύρησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. -σμος, κατά τα ουσ. σε -ισμός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός].