ξυλοφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_8)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοφᾰνής''': -ές, ὁ φαινόμενος ὡς [[ξύλον]], ὁμοιάζων πρὸς [[ξύλον]], Διόδ. 20. 96.
|lstext='''ξῠλοφᾰνής''': -ές, ὁ φαινόμενος ὡς [[ξύλον]], ὁμοιάζων πρὸς [[ξύλον]], Διόδ. 20. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει, που εμφανίζει [[ξύλο]] ή που φαίνεται [[ξύλινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μόλυβδο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφᾰνής Medium diacritics: ξυλοφανής Low diacritics: ξυλοφανής Capitals: ΞΥΛΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: xylophanḗs Transliteration B: xylophanēs Transliteration C: ksylofanis Beta Code: culofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A showing wood : τὸ ξ. τοῦ κατασκευάσματος the exposed wooden structure, D.S.20.96.    II resembling wood, Archig. ap. Orib.8.2.2.

German (Pape)

[Seite 281] ές, wie Holz erscheinend, aussehend, D. Sic. 20, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ξύλον, ὁμοιάζων πρὸς ξύλον, Διόδ. 20. 96.

Greek Monolingual

ξυλοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος
2. αυτός που μοιάζει με ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδο-φανής].