ὀδυνώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(6_7)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδῠνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ὀδύνης, [[ἀλγεινός]], Ἱππ. Ἀγμ. 764, ἐν τῷ συγκρ.
|lstext='''ὀδῠνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ὀδύνης, [[ἀλγεινός]], Ἱππ. Ἀγμ. 764, ἐν τῷ συγκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδυνώδης]], -ῶδες (Α) [[οδύνη]]<br />ο [[πλήρης]] οδύνης, [[οδυνηρός]] («ἡ γαστὴρ [[ὀδυνώδης]] νίνεται», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀδυνωδῶς</i> (Α)<br />με πόνο, με [[οδύνη]], οδυνηρά.
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνώδης Medium diacritics: ὀδυνώδης Low diacritics: οδυνώδης Capitals: ΟΔΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: odynṓdēs Transliteration B: odynōdēs Transliteration C: odynodis Beta Code: o)dunw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A painful, in Adv. -ωδῶς Gal.7.788.

German (Pape)

[Seite 295] ες, schmerzhaft, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀδύνης, ἀλγεινός, Ἱππ. Ἀγμ. 764, ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνη
ο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὀδυνωδῶς (Α)
με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.