ξηρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_18) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηρόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1. | |lstext='''ξηρόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξηρόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μικρό</i>-<i>καρπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing dry fruit, Thphr.CP2.8.1 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknen Früchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1.
Greek Monolingual
ξηρόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + καρπός (πρβλ. μικρό-καρπος)].