οἰόφρων: Difference between revisions
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ως, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[φρήν]]. | |btext=ως, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰόφρων]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[μονήρης]], [[μοναχικός]], [[ερημικός]] («ἢ λισσὰς [[αἰγίλιψ]] [[ἀπρόσδεικτος]] [[οἰόφρων]] κρεμὰς γυ<br />πιὰς [[πέτρα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A lonely, οἰ. πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 311] ονος, eigensinnig; bei Aesch. Suppl. 776, οἰόφρων κρεμὰς γυπίας πέτρα, müßte es allein einsam bedeuten, aber die Lesart ist sehr zw., vgl. οἰοπροκρεμάς.
Greek (Liddell-Scott)
οἰόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) = μονόφρων· καθόλου, μονήρης, ἐρημικός, μόνος, οἰ. πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
French (Bailly abrégé)
ως, ον ; gén. ονος;
aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.
Étymologie: οἶος, φρήν.
Greek Monolingual
οἰόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ
πιὰς πέτρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό-φρων].