ὀκορνός: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(6_14)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκορνός''': ὁ, = ἀττέλεβος ἢ [[πάρνοψ]], Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 250.
|lstext='''ὀκορνός''': ὁ, = ἀττέλεβος ἢ [[πάρνοψ]], Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 250.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκορνός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀττέλεβος]] ή [[πάρνοψ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[άκορνα]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκορνός Medium diacritics: ὀκορνός Low diacritics: οκορνός Capitals: ΟΚΟΡΝΟΣ
Transliteration A: okornós Transliteration B: okornos Transliteration C: okornos Beta Code: o)korno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀττέλεβος or πάρνοψ, Hsch., Phot., cf. A.Fr.256.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκορνός: ὁ, = ἀττέλεβος ἢ πάρνοψ, Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 250.

Greek Monolingual

ὀκορνός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα].