ὀκτάμετρος: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάμετρος]], -ον)<br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[οκτάμετρος]] και <i>το οκτάμετρο</i><br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[οκτώ]] [[μέτρα]], δηλ. από [[οκτώ]] μετρικούς πόδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος [[οκτώ]] μέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of eight measures : -μετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάμετρος, -ον)
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο
στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες
νεοελλ.
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μετρος (< μέτρον)].