ὁλοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(eksahir) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[hecho todo de hierro]] | |esgtx=[[hecho todo de hierro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁλοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁλοσίδηροι</i><br />στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια [[πανοπλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A all iron, μάχαιρα IG22.1481 (iv B. C.), cf. Antiph.216, IG11(2).145.37 (Delos, iv B. C.), Plu.Cam.40 ; ὁλοσίδηροι, οἱ, soldiers wearing coats of mail, = Lat. clibanarii, Lyd.Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 327] ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσίδηρος: [ῐ], -ον, ὅλος ἐκ σιδήρου, Ἀντιφῶν ἐν «Φιλίσκ.» 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en fer.
Étymologie: ὅλος, σίδηρος.
Spanish
Greek Monolingual
ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.