ὁμογνωμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμογνωμοσύνη''': ἡ, τὸ ὁμογνωμονεῖν, Ἰώσηφ. κατὰ Ἀπίωνος 37. | |lstext='''ὁμογνωμοσύνη''': ἡ, τὸ ὁμογνωμονεῖν, Ἰώσηφ. κατὰ Ἀπίωνος 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὁμογνωμοσύνη]]) [[ομογνώμων]]<br />[[ταύτιση]] γνωμών, [[ταυτότητα]] απόψεων, [[ομοφροσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A agreement in opinion, J.Ap.2.37, Iamb. ap. Stob.2.33.15.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, gleiche Gesinnung, Ansicht, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογνωμοσύνη: ἡ, τὸ ὁμογνωμονεῖν, Ἰώσηφ. κατὰ Ἀπίωνος 37.
Greek Monolingual
η (Α ὁμογνωμοσύνη) ομογνώμων
ταύτιση γνωμών, ταυτότητα απόψεων, ομοφροσύνη.