ὁμόδημος: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(6_6)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόδημος''': Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, [[γόνος]] Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
|lstext='''ὁμόδημος''': Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, [[γόνος]] Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοινό</i>-<i>δημος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδημος Medium diacritics: ὁμόδημος Low diacritics: ομόδημος Capitals: ΟΜΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: homódēmos Transliteration B: homodēmos Transliteration C: omodimos Beta Code: o(mo/dhmos

English (LSJ)

Dor. -δᾱμος, ον,

   A of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44 ; τινι with one, Id.I.1.30.

German (Pape)

[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.

Greek Monolingual

ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινό-δημος)].